Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Πόσο δυσμενείς μπορεί να είναι οι επιδράσεις διαφόρων ουσιών στην ενδομήτρια ζωή; Τι είναι οι Ενδοκρινικοί Διαταράκτες;






Πόσο δυσμενείς μπορεί να είναι οι επιδράσεις διαφόρων ουσιών
στην ενδομήτρια ζωή; Τι είναι οι Ενδοκρινικοί Διαταράκτες;

Ουσίες, γνωστές ως επίμονοι οργανικοί ρύποι, διάφορες χημικές ουσίες που είναι γνωστό ότι έχουν δυσμενή αποτελέσματα στην εμβρυϊκή ανάπτυξη όπως πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs), πολυχλωριωμένες dibenzo-π-διοξίνες και πολυχλωριωμένος dibenzofurans καθώς και οργανοχλώριο εντομοκτόνα αλλά και ο μόλυβδος είναι παραδείγματα τέτοιων ενώσεων που μπορούν να είναι τοξικές στο έμβρυο σε αρκετά υψηλές δόσεις. Τέτοιες χημικές ουσίες συνεχίζουν επίσης να περνούν από τη μητέρα στο μωρό μέσω του θηλασμού. Διάφορες περιβαλλοντικές τοξίνες που είναι γνωστό ότι έχουν δυσμενή αποτελέσματα στην εμβρυϊκή ανάπτυξη είναι οι ενδοκρινείς διαταράκτες. Οι διαδικασίες που περιλαμβάνουν τη διαφοροποίηση και την αύξηση των εμβρυικών κυττάρων είναι υπό αυστηρό έλεγχο μιας μυριάδας μηνυμάτων μεταξύ των συστημάτων, μερικές από τις οποίες περιλαμβάνουν τις ορμόνες. Περιβαλλοντικές καρκινογόνες ουσίες επίσης είναι δυνατόν να επιδρούν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Μελέτες έχουν δείξει η ενδομήτρια έκθεση σε καρκινογόνες ουσίες μπορεί να είναι πιο επιβλαβής στη μετέπειτα ζωή. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην ταχεία ανάπτυξη και τη γρήγορη διαφοροποίηση των κυττάρων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, με, ίσως, τη λιγότερη δυνατότητα να αποκατασταθεί η ζημία που προκαλείται από τις καρκινογόνες ουσίες.
Το έμβρυο έχει ανώριμο μεταβολισμό και δεν είναι ικανό να αποτοξινώσει τις ουσίες πολύ αποτελεσματικά ενώ οι μόνες διαδρομές έκκρισης είναι μέσω της διάχυσης ή της ενεργού μεταφοράς πίσω στη μητρική κυκλοφορία ή την αποβολή στο αμνιακό υγρό.

Συγκεκριμένες βλάβες στον οργανισμό από τις τοξίνες έχουν μελετηθεί

Στο σώμα μας κυκλοφορούν 300-350 τεχνητά χημικά, τα οποία δεν υπήρχαν πριν 50 χρόνια. Τα χημικά αυτά υπάρχουν ως αποτέλεσμα της δραστηριότητας της χημικής βιομηχανίας. Μερικά, μάλιστα, αποδείχτηκε ότι έχουν την ικανότητα να αλληλοενισχύουν τις επιπτώσεις τους (συνεργιστική δράση). Τουλάχιστον 20 από αυτά τα χημικά μπορούν να διεγείρουν ή να αναστείλουν τα μόρια - υποδοχείς των οιστρογόνων (Θηλυκές ορμόνες) στα κύτταρα του σώματος. Εικάζεται ότι η ετοιμότητα αυτή των οιστρογονο-υποδοχέων να «υποδεχτούν» άλλα μόρια τόσο εύκολα είναι ένδειξη ότι το περιβάλλον ήταν προηγούμενα «καθαρό» από τέτοιες ουσίες. Μια σειρά από επιδράσεις στην υγεία αποδίδονται στα σύγχρονα επίπεδα έκθεσης σε περιβαλλοντικούς ρύπους. Ορισμένοι τύποι κακοήθειας, ευαίσθητοι σε γενετήσιες ορμόνες όπως του μαστού (πιθανότητα προσβολής το 1960 1 στις 20 γυναίκες, το 1990 1 στις 11), του όρχεως και του προστάτη αυξάνονται σε κρούσματα. Υπάρχουν ανησυχητικές ενδείξεις ότι η ανδρική γονιμότητα μειώνεται, παρόλο που το Θέμα αυτό συζητείται ακόμη. Άλλες επιδράσεις περιβαλλοντικών χημικών στο έμβρυο, περιλαμβάνουν την καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος και αλλαγές στην νευρο-συμπεριφορική ανάπτυξη. Στην πλέον επιβλαβή ομάδα χημικών είναι εκείνα που εμμένουν και επίσης αθροίζονται στο λίπος, έτσι ώστε να επιβαρύνουν την αλυσίδα της τροφής. Αυτά συγκεντρώνονται κατά τη διάρκεια όλης της ζωής και μεταβιβάζονται από τη μητέρα στο παιδί κατά την εγκυμοσύνη και το θηλασμό. Τα χημικά αυτά περιλαμβάνουν π.χ. έναν αριθμό οργανικών χλωρινικών συμπλεγμάτων, μερικά από τα οποία είναι εντομοκτόνα. Η χημική βιομηχανία έχει ήδη εδραιώσει μια παγκόσμιας διάδοσης συγκεκριμένων ομάδων, βιοαθροιζόμενων χημικών. Μια ομάδα από χημικά, οι ανάλογες της διοξίνης ουσίες, είναι γνωστό ότι προκαλούν ορμονική παρεμβολή, ανοσοκαταστολή και νευρολογικές διαταραχές σε βρέφη αναλογικά με τη δόση που εντοπίζεται στο μητρικό γάλα. Οι επιδράσεις αυτές αφορούν όλο τον πληθυσμό. Οι τοξικές ουσίες του περιβάλλοντος που μεταφέρονται από τη μητέρα στο έμβρυο μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές βλάβες στο αγέννητο παιδί. Τα οργανοχλωριούχα, και ιδιαίτερα η διοξίνη, που βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα είναι δυνατόν να προκαλέσουν βλάβη στη νοημοσύνη, το ανοσοποιητικό σύστημα και τα επίπεδα των ορμονών των εμβρύων. Τα χημικά επίπεδα που προκαλούν μια αναστρέψιμη κατάσταση σ' έναν ενήλικο μπορεί να προκαλέσουν ανεπανόρθωτη βλάβη στο έμβρυο. Οι χημικές αυτές ουσίες μεταφέρονται από τον πλακούντα και το μητρικό γάλα.Τα φυτοφάρμακα είναι χημικές ουσίες και προϊόντα που απελευθερώνονται σε μεγάλες ποσότητες και διασκορπίζονται στο περιβάλλον. Ορισμένες ομάδες χημικών ουσιών έχουν ιδιότητες που προκαλούν την ανθεκτικότητά τους στο περιβάλλον και τη συγκέντρωσή τους στους οργανισμούς σε όλη την αλυσίδα τροφών. Επειδή ο άνθρωπος βρίσκεται στην κορυφή της αλυσίδας αντιμετωπίζει ιδιαίτερο κίνδυνο. Η παραγωγή των αποβλήτων συνεχίζει να αυξάνει. Με το να πετάμε τα απόβλητα στις χωματερές απλά μεταθέτουμε το πρόβλημα για το μέλλον ενώ η αποτέφρωσή τους οδηγεί σε περισσότερα τοξικά αποθέματα καθώς οι επικίνδυνες ουσίες διαφεύγουν στον αέρα. Η πλέον γνωστή και επικίνδυνη ουσία είναι η διοξίνη. Πιστεύεται πως τα απόβλητα θα πρέπει να ελαχιστοποιηθούν με βασικό βοηθό την ανακύκλωση παρόλο που αναγνωρίζονται οι πρακτικές δυσκολίες για την επιτυχία του στόχου αυτού.

Ο ρόλος των ουσιών που αποκαλούνται Ενδοκρινικοί Διαταράκτες

Οι Ενδοκρινικοί Διαταράκτες είναι ουσίες που έχουν εισβάλει στη ζωή μας τα τελευταία χρόνια, παρευρίσκονται σχεδόν σε όλες μας τις δραστηριότητες, προσλαμβάνονται εξωγενώς, συναντώνται στο φυσικό και τεχνητό περιβάλλον ασκούν δράση στη λειτουργία των ορμονών, σε επίπεδα μόλυνσης που δεν είναι θανατηφόρα ούτε καρκινογόνα συνιστούν όμως τοξική απειλή για τη χλωρίδα, την πανίδα και τους ανθρώπους. Χρησιμοποιούνται συχνά στην παρασκευή αρωμάτων, καλλυντικών, καθαριστικών προϊόντων, ρούχων, στην κατασκευή τηλεπικοινωνιακών προϊόντων, υπολογιστών, οικιακών συσκευών, οικοδομών, αυτοκινήτων, αεροπλάνων αλλά και αρκετών παιχνιδιών με τα οποία καθημερινά έρχονται σε επαφή χιλιάδες μικρά παιδιά. Έχουν βρεθεί στο φαγητό και στο νερό που καταναλώνουμε. Επίσης, στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται φάρμακα, αντιβιοτικά και εντομοκτόνα. Από πρόσφατες μελέτες φαίνεται ότι οι Ενδοκρινικοί Διαταράκτες, στο μέλλον θα προκαλέσουν πολλά προβλήματα αν δε ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα. Μπορούν να εισέλθουν στον ανθρώπινο οργανισμό είτε με την άμεση επαφή είτε με την κατανάλωση μολυσμένης τροφής ή νερό που είναι μολυσμένο είτε και μέσω της μητρικής έκθεσης διαμέσω του πλακούντα αλλά και του θηλασμού. Αλληλεπιδρώντας με ενδογενή ορμονικά συστήματα μπορούν να τροποποιήσουν την ανάπτυξη και την αναπαραγωγή. Δρούν στη σύνθεση, την έκκριση, τη μεταφορά, το μεταβολισμό, τη δράση και τον καταβολισμό των ορμονών, καθώς και στη σύνδεσή τους στις δεσμευτικές πρωτεΐνες. Γνωρίζουμε με τα σημερινά δεδομένα ότι τα κύρια ορμονικά συστήματα που επηρεάζονται είναι ο θυρεοειδής, τα επινεφρίδια και οι γονάδες. Παλαιότερα υπήρχε η θεωρία που υποστήριζε ότι ο πλακούντας αποτελεί φραγμό για τις τοξικές ουσίες που κυκλοφορούν στη μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ενώ τώρα μελέτες έχουν δείξει ότι διάφορες εξωγενείς ουσίες, φαρμακευτικές και περιβαλλοντικές έχουν ενοχοποιηθεί ως Ενδοκρινικοί Διαταράκτες που διαπερνούν τον πλακουντιακό φραγμό και προκαλούν σημαντικά προβλήματα τόσο στη μητέρα όσο και στο έμβρυο.Για παράδειγμα, μετά από αρκετά χρόνια ερευνών διαπιστώθηκε ότι η λήψη διαιθυλοστιλβεστρόλης (DES), ουσία με οιστρογονικές ιδιότητες που χρησιμοποιήθηκε τη δεκαετία του 1950 και 1960 προκειμένου να αποτραπούν οι αυτόματες αποβολές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, συνδέεται πλέον με την ανάπτυξη αδενοκαρκινώματος του κόλπου σε θήλεις απογόνους 15 έως 30 χρόνια μετά την ενδομήτρια έκθεσή τους, καθώς και με προβλήματα γονιμότητας καθώς και οι άρρενες απόγονοι εμφάνισαν δομικές και λειτουργικές ανωμαλίες του γεννητικού σωλήνα με κυριότερες τη μη φυσιολογική κάθοδο και λειτουργικότητα των όρχεων, την ανάπτυξη κύστεων της επιδιδυμίδας και σε μερικές περιπτώσεις την ανάπτυξη σεμινώματος.

Η επίδραση των Ενδοκρινικών Διαταρακτών στη λειτουργία του θυρεοειδή

Ιδιαίτερη σημασία έχει να μελετηθούν οι επιδράσεις των Ενδοκρινικών Διαταρακτών στη θυρεοειδική λειτουργία λόγω της χρησιμότητας των θυρεοειδικών ορμονών στην ενδομήτρια ανάπτυξη. Οι ουσίες αυτές επιδρούν στην εμβρυϊκή εξέλιξη, αναστέλλοντας τη φυσιολογική δράση της θυρεοειδικής λειτουργίας στην ωρίμαση και ανάπτυξη του εγκεφάλου αλλά και του υπόλοιπου κεντρικού νευρικού συστήματος. Η φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα του εμβρύου τις τελευταίες εβδομάδες της εγκυμοσύνης και τους 6-8 πρώτους μήνες της ζωής του νεογνού συμβάλλει αποφασιστικά στην ομαλή ανάπτυξη και εξέλιξη ορισμένων ζωτικών συστημάτων του οργανισμού Η δράση τους στο έμβρυο εντοπίζεται κυρίως στην ανάπτυξη του νευρικού συστήματος, στη μυοσκελετική ανάπτυξη, στην ωρίμαση των πνευμόνων, στη γένεση του αμφιβληστροειδούς και την ανάπτυξη της ακουστικής οδού. Οποιαδήποτε διαταραχή των θυρεοειδικών ορμονών προκαλεί νευρολογικές βλάβες άλλοτε άλλης βαρύτητας, αναστρέψιμες ή μη. Η βαρύτητα των βλαβών εξαρτάται από την αναπτυξιακή φάση στην οποία προκλήθηκαν και από τη βαρύτητα της θυρεοειδικής διαταραχής. Οι απόγονοι γυναικών που εμφανίζουν κλινικό ή υποκλινικό υποθυρεοειδισμό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν αυξημένη επίπτωση νευρολογικών και συμπεριφορικών διαταραχών με κυριότερες την εμφάνιση ενδημικού κρετινισμού(σοβαρή νοητική στέρηση, κώφωση, αλαλία ή δυσαρθρία, αδυναμία συνεργασίας των μελών, σπαστικότητα, προβλήματα στάσης και βάδισης) και το συγγενή υποθυρεοειδισμό (πνευματική καθυστέρηση άλλοτε άλλου βαθμού, διαταραχές του λόγου και της ακοής που δε φτάνουν όμως την κώφωση και την αλαλία, προβλήματα ισορροπίας, σπαστικότητα και τρόμο). Άλλες ηπιότερες βλάβες περιλαμβάνουν την εμφάνιση μαθησιακών διαταραχών, διαταραχών της μνήμης, καθώς και το σύνδρομο αδυναμίας συγκέντρωσης και υπερκινητικότητας στα παιδιά. Σε αυτές τις διαταραχές είναι δυνατό να οδηγήσει η έκθεση σε πολυχλωριωμένα διφαινύλια κατά την ενδομήτρια ζωή με κυριότερους εκπροσώπους το PCB 153, το PCB 77και το PCB Arochlor 1254, οι πολυβρωμιωμένοι διφαινυλ-αιθέρες (PBDEs), ουσίες που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία για την κατασκευή των πλαστικών προϊόντων, διάφορα εντομοκτόνα με κύριο εκπρόσωπο το Nitrofen καθώς και οι διοξίνες (PCDD και PCDF).Μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν πως έκθεση κατά την περίοδο της ανάπτυξης στα PBDEs επηρεάζει το χολινεργικό σύστημα του ενήλικα, καθώς οι ουσίες αυτές καταλαμβάνουν τους χολινεργικούς νικοτινικούς υποδοχείς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των μαθησιακών και μνημονικών δυνατοτήτων του ενήλικα. Σε άλλη μελέτη βρέθηκε πως η ενδομήτρια έκθεση των αρουραίων Long Evans σε PBDEs είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιπέδων της Τ4 στα έμβρυα και την επαγωγή των ηπατικών ενζυμικών συστημάτων EROD, PROD και UDPGT που ενέχονται στο μεταβολισμό των θυρεοειδικών ορμονών.Το εντομοκτόνο Nitrofen όταν ενεθεί σε μητέρα-αρουραίο κατά τη διάρκεια της κύησης, προκαλεί πνευμονική υποπλασία στο έμβρυο. Αυτό προκαλείται εξαιτίας της μείωσης της πρόσδεσης της Τ3 στους υποδοχείς των θυρεοειδικών ορμονών. Οι διοξίνες ενοχοποιήθηκαν για δύο περιπτώσεις δηλητηρίασης εξαιτίας της κατανάλωσης μολυσμένου ρυζιού στην Ιαπωνία (νόσος Yusho) και την Ταϊβάν (νόσος Yucheng) με αποτέλεσμα τα νεογνά που γεννήθηκαν από μητέρες που είχαν εκτεθεί σε αυτές τις ουσίες κατά τη διάρκεια της κύησης να εμφανίζουν χαμηλό βάρος γέννησης, μελάγχρωση του δέρματος, βρογχίτιδα και αναπτυξιακή καθυστέρηση. Παράλληλα, η ενδομήτρια έκθεση σε διοξίνες και PCBs αποδείχθηκε πως προκαλεί σημαντικού βαθμού διαταραχή στη θυρεοειδική λειτουργία και την ανάπτυξη των νεογνών. Συνεπώς οι Ενδοκρινικοί Διαταράκτες είναι ουσίες ιδιαίτερα επικίνδυνες για όλους τους οργανισμούς. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι επιδρούν σε κρίσιμα στάδια για την εμβρυική εξέλιξη επιδρώντας στην θυρεοειδική λειτουργία και στην ενδομήτρια ζωή, επηρεάζοντας τη φυσιολογική ανάπτυξη και ωρίμανση του εγκεφάλου αλλά και του υπόλοιπου νευρικού συστήματος.

Διοξίνες
Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η έκθεση στις διοξίνες αλλάζει την αναλογία του αρσενικού στις θηλυκές γεννήσεις μεταξύ ενός πληθυσμού έτσι ώστε περισσότερα θηλυκά γεννιούνται από ότι αρσενικά. Οι διοξίνες συσσωρεύονται στις τροφικές αλυσίδες με άλλες χλωριωμένες ενώσεις.Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και μικρές συγκεντρώσεις στο μολυσμένο νερό μπορούν να συγκεντρωθούν σε επικίνδυνα επίπεδα λόγω της μακροχρόνιας βιολογικής ημιζωής και της χαμηλής υδατοδιαλυτότητας των διοξινών. Για το λόγο αυτό πρέπει η επιστημονική κοινότητα να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει με κάθε τρόπο όλου του κόσμου και ιδιαίτερα των εγκύων ότι είναι αναγκαίο να περιορίσουν την χρήση και την έκθεση των Ενδοκρινικών Διαταρακτών αλλά και να γίνουν και άλλες μελέτες προκειμένου να επιβεβαιωθούν όσα πρωτοειπώθηκαν ακόμη και απαγορέψουν την χρήση τους και να γνωστοποιηθούν ποιες είναι αυτές οι ουσίες που ενδεχομένως να επηρεάσουν την υγεία των ίδιων αλλά και των απογόνων του και να τις αποφεύγουν κατά το δυνατό στην καθημερινή τους δραστηριότητα.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις στην υγεία των ζώων έχουν μελετηθεί σαφώς καλύτερα από ότι σε ανθρώπους λόγω της έλλειψης ελεγχόμενων πειραματικών δόσεων. Μελέτες σε ζώα έδειξαν ότι η διοξίνη προκαλεί μια ευρεία ποικιλία τοξικών αποτελεσμάτων. Συγκεκριμένα ,το TCDD έχει αποδειχθεί ότι είναι τερατογενετικός, μεταλλαξιογόνο, καρκινογόνο, ανοσοτοξικό και ηπατοτοξικό. Επιπλέον, έχουν αναφερθεί διαταραχές στο ανοσοποιητικό, νευρικό και αναπαραγωγικό σύστημα. Στα ζώα η τοξικότητα του TCDD έχει μελετηθεί και υπάρχουν ισχυρά στοιχεία για τα ακόλουθα αποτελέσματα: Τερατογενέσεις , καρκίνος μαστού πνεύμονα, θυρεοειδή, επινεφριδίων ήπατος και ηπατοκαρκίνωμα, καθώς και ηπατοτοξικότητα, καταστολή του ανοσοποιητικού, αλλά και διαταραχές στην εκμάθηση.
Κραυγαλέο παράδειγμα οι συνέπειες της έκθεσης σε διοξίνες σε ομάδες παλαίμαχων των ΗΠΑ και Βιετναμέζους όπου παρατηρήθηκαν σε επιστημονικές μελέτες όπου οι διοξίνες ήταν υπεύθυνες για γεννήσεις δεκάδων χιλιάδων ατελειών γέννησης στα παιδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου